παντοδάπ' — παντοδαπά , παντοδαπός of every kind neut nom/voc/acc pl παντοδαπά̱ , παντοδαπός of every kind fem nom/voc/acc dual παντοδαπά̱ , παντοδαπός of every kind fem nom/voc sg (doric aeolic) παντοδαπέ , παντοδαπός of every kind masc voc sg παντοδαπαί ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντοδαπάς — παντοδαπά̱ς , παντοδαπός of every kind fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсѧчьскыи — (190) пр. То же, что вьсѩкыи. 1.В 1 знач.: и съ философъ бесѣдоваше. събира˫а по бъчелѣ любострадьнѣи. ѿ вс˫ачьскыхъ красьна˫а. (ἐκ πάντων) ЖФСт XII, 39 об.; О томь ˫ако не подобаеть по степени и по старьишиньствѹ всѩчьскыи. но по избранию бывати … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Philémon (lexicographe) — Pour les articles homonymes, voir Philémon. Philémon (en grec Φιλήμων) est le nom sous lequel nous est parvenu de manière fragmentaire un lexique du grec ancien, intitulé Λεξικόν τεχνολογικόν (Lexique systématique). La préface nous indique qu il… … Wikipédia en Français
NOCTUA — Hebr. Thinsemeth, tamquam stupendae et mirabilis iis scil. aviculis, quas stupore perculsas ad se convertit. Insolitâ enim eius forma reliquae aves obstupescunt: quam sic describit non illepidâ fabellâ Gregor. Nazianzenus, Carm. 22. Τὴν γλαῦκ᾿… … Hofmann J. Lexicon universale
ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… … Dictionary of Greek
εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
επιθυμίς — ἐπιθυμίς, ή (Α) 1. υποθυμίς*, άνθινο στεφάνι που φορούσαν, συνήθως στα συμπόσια, γύρω από τον λαιμό, για να απολαμβάνουν εντονότερα το άρωμα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιθυμίδες τὰ παντοδαπὰ στεφανώματα, ἅ τὰς γυναῖκας φορεῖν, οὕτω καλεῖσθαι» 3. το… … Dictionary of Greek
ιπποφόρβιον — ἱπποφόρβιον, τὸ (Α) [ιπποφορβός] 1. αγέλη ίππων («ἱπποφόρβια καὶ ἄλλά παντοδαπὰ βοσκήματα», Ξεν.) 2. ιπποτροφείο* («καὶ οἱ ἰδίᾳ τρεφόμενοι τῶν ἐν τοῑς ἱπποφορβίοις», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
παντώνιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «παντώνια παντοδαπά». [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + αιολ. κατάλ. ώνιος, αντίστοιχη τής οιος (πρβλ. αλλ ώνιος: άλλος, ετερ ώνιος: έτερος)] … Dictionary of Greek